- σπεκλάριον
- σπεκλάριονspecularariusneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σπεκλάριον — τὸ, Α είδος στιλπνού σχιστολίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπέκλον + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. παιδ άριον)] … Dictionary of Greek
σπεκλαρίου — σπεκλάριον speculararius neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάφανος — η ο και διαφανής, ές (ΑΝ) 1. αυτός που αφήνει να διακρίνονται τα αντικείμενα πίσω του 2. διαυγής, καθαρός αρχ. 1. κατακόκκινος από πυράκτωση 2. αυτός που φαίνεται μέσα από κάτι άλλο 3. σαφής, ευκρινής, φανερός 4. διαπρεπής, περίφημος, περιβόητος… … Dictionary of Greek